ιδιογλωσσία

ιδιογλωσσία
η
συγγενής ανικανότητα παραγωγής λαρυγγικών και ουρανικών φθόγγων χωρίς να υπάρχουν ανατομικές ή πνευματικές ανωμαλίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. idioglossie < idio- (πρβλ. ιδιο-) + -glossie (πρβλ. -γλωσσια < -γλωσσος < γλώσσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”