- ιδιογλωσσία
- ησυγγενής ανικανότητα παραγωγής λαρυγγικών και ουρανικών φθόγγων χωρίς να υπάρχουν ανατομικές ή πνευματικές ανωμαλίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. idioglossie < idio- (πρβλ. ιδιο-) + -glossie (πρβλ. -γλωσσια < -γλωσσος < γλώσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.